- φαντασμαγορικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαντασμαγορία, αυτός που έχει τον χαρακτήρα φαντασμαγορίας, εξαιρετικά ωραίος και εντυπωσιακός («φαντασμαγορική θέα»).επίρρ...φαντασμαγορικώς και φαντασμαγορικά Νμε φαντασμαγορικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασμαγορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Ἡμερολόγιο Νέων Ἰδεῶν].
Dictionary of Greek. 2013.