φαντασμαγορικός

φαντασμαγορικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαντασμαγορία, αυτός που έχει τον χαρακτήρα φαντασμαγορίας, εξαιρετικά ωραίος και εντυπωσιακός («φαντασμαγορική θέα»).
επίρρ...
φαντασμαγορικώς και φαντασμαγορικά Ν
με φαντασμαγορικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασμαγορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Ἡμερολόγιο Νέων Ἰδεῶν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαντασμαγορικός — ή, ό επίρρ. ά ο σχετικός με φαντασμαγορία (βλ. λ.), ο φανταστικά ωραίος, ο θεαματικός, ο πανοραματικός, ο μαγικός: Φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανοραμικός — ή, ό [πανόραμα] 1. αυτός που μοιάζει με πανόραμα ή αυτός που φαίνεται σαν σε πανόραμα (α. «πανοραμική θέα» β. «πανοραμική οθόνη») 2. (κατ επέκτ.) θεαματικός, αξιοθέατος, φαντασμαγορικός 3. φρ. «πανοραμική λήψη» κινημ. κινηματογραφική λήψη η οποία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”